- πευκοφλοιός
- ο сосновая кора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πευκοφλοιός — ο, Ν φλοιός πεύκου με σημαντική περιεκτικότητα τανίνης, που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + φλοιός. Η λ., στον πληθ. πευκοφλοιοί, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek