πευκοφλοιός

πευκοφλοιός
ο сосновая кора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πευκοφλοιός" в других словарях:

  • πευκοφλοιός — ο, Ν φλοιός πεύκου με σημαντική περιεκτικότητα τανίνης, που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + φλοιός. Η λ., στον πληθ. πευκοφλοιοί, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»